- οἰνοῦττα
- οἰνοῦτταcakefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινούττα — οἰνοῡττα, ἡ (Α) 1. είδος πίτας που παρασκευαζόταν από κρασί, κριθάλευρο, νερό και λάδι και χρησίμευε ως τροφή τών κωπηλατών 2. είδος φυτού που είχε μεθυστικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού θηλ. τού επιθ. οἰνόεις*, εσσα, εν] … Dictionary of Greek
Οἰνοῦττα — Οἰνοῦσσα , Οἰνοῦσσος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοῦτται — οἰνοῦττα cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοῦτταν — οἰνοῦττα cake fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνούττῃ — οἰνού̱ττῃ , οἰνοῦττα cake fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)